καταβόσκει

καταβόσκει
καταβόσκω
feed flocks upon
fut ind mid 2nd sg (doric)
καταβόσκω
feed flocks upon
pres ind mp 2nd sg
καταβόσκω
feed flocks upon
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταβόσκω — (AM) (για κοπάδι) τρέφομαι από το χόρτο που φύεται στο έδαφος («κῆπον αἴξ ἐμή κατεβοσκήσατο», Λόγγ.) αρχ. 1. (για βοσκό) βόσκω ποίμνια σε κάποιο τόπο («ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν ἤ ἀμπελῶνα... ἀποτίσει ἐκ τοῡ ἀγροῡ αὐτοῡ κατὰ τὸ γέννημα αὐτοῡ» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”